κακιστέον
From LSJ
English (LSJ)
one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.
Greek Monotonic
κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.
German (Pape)
Adj. verb. zu κακίζω.