ἐξακόντισμα
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
-ατος, τό, jet, αἵματος Sch.Od.22.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.
German (Pape)
[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.
Greek Monolingual
ἐξακόντισμα, το (Α) εξακοντίζω
αυτό που εξακοντίζεται.