γυμνορρύπαρος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ῠ], ον, naked and dirty, of Zeno, D.L.7.16.
Spanish (DGE)
-ον
desnudo y sucio los discípulos y seguidores de Zenón, D.L.7.16.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
γυμνορρύπᾰρος: в лохмотьях на голом теле Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνορρύπᾰρος: -ον, γυμνὸς καὶ ἐρρυπωμένος, ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Διογ. Λ. 7.16.
Greek Monolingual
γυμνορρύπαρος, -ον (Α)
γυμνός και ρυπαρός.