Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Full diacritics: ἑστηκότως | Medium diacritics: ἑστηκότως | Low diacritics: εστηκότως | Capitals: ΕΣΤΗΚΟΤΩΣ |
Transliteration A: hestēkótōs | Transliteration B: hestēkotōs | Transliteration C: estikotos | Beta Code: e(sthko/tws |
Adv. firmly, ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70 S.
[Seite 1044] stehend, Eust., zur Erkl. von ἐπισταδόν.
ἑστηκότως (ΑΜ)
επίρρ. σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, -ότος του ρ. ίστημι].