βουστασία
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ἡ, = βούσταθμον (ox-stall), Luc.Alex.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): βοο- Hsch.s.u. βουστάνη
establo Luc.Alex.1, Hsch.l.c., Cat.Cod.Astr.11(2).181.
German (Pape)
[Seite 459] ἡ, dasselbe, Αὐγείου Luc. Alex. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. βούσταθμον.
Étymologie: βοῦς, στατός.
Russian (Dvoretsky)
βουστᾰσία: ἡ Luc. = βούσταθμον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουστασία -ας, ἡ βοῦς, στάσις koeienstal.