καταγογγύζω

Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

murmur against, τινος LXX 1 Ma.11.39.

German (Pape)

[Seite 1343] gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

καταγογγύζω: γογγύζω ἐναντίον τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.

Greek Monolingual

καταγογγύζω (AM)
μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου», ΠΔ).