ὑποκίρναμαι
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
Pass., to be mixed, Arist.Insomn.460a30.
German (Pape)
[Seite 1220] etwas gemischt sein, Arist. insomn. 2.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκίρνᾰμαι: примешиваться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκίρνᾰμαι: Παθητ., ὀλίγον τι ἀναμιγνύομαι, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 14.
Greek Monolingual
Α
παθ. είμαι λίγο αναμεμιγμένος («τῶν ἐμβαλλομένων ἢ ὑποκιρναμένων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίρναμαι, άλλος τ. του κεράννυμαι «αναμιγνύομαι»].