συγκρημνίζω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
throw down a precipice together, Plb.8.32.7.
German (Pape)
[Seite 969] mit, zugleich, zusammen herunterstürzen, Pol. 8, 34, 7.
Russian (Dvoretsky)
συγκρημνίζω: свергать, сбрасывать, pass. проваливаться, падать Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρημνίζω: κατακρημνίζω ὁμοῦ, Πολύβ. 8. 34, 7.
Greek Monolingual
Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].