ἀνακάχλασις
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
-εως, ἡ, a bursting forth, Sch.A.Pr.367.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ borboteo τοῦ Αἰτναίου πυρός Sch.A.Pr.367.
German (Pape)
[Seite 191] ἡ, das Aufbrausen, Aufkochen, Schol. Aesch. Prom. 367.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάχλασις: -εως, ἡ, ἡ ἀνάβλυσις, ἐξόρμησις, ἐκχείλισις, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 367.
Greek Monolingual
ἀνακάχλασις (-εως), η (Μ) ἀνακαχλάζω
εξόρμηση, ξεχείλισμα.