σφενδονίζω
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
English (LSJ)
= σφενδονάω, βολίδας Ps.-Callisth. 2.16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν σφενδόνη
ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα
νεοελλ.
ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω
μσν.
παθ. σφενδονίζομαι
στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).