ἐλαπρός
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
ἐλαπρόν, barbarism for ἐλαφρός, Ar.Th.1180.
Spanish (DGE)
v. ἐλαφρός.
German (Pape)
[Seite 789] sagt der Scythe für ἐλαφρός, Ar. Th. 1180.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαπρός: -όν, βαρβαρισμὸς ἀντὶ ἐλαφρός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1180.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαπρός: ὁ Arph. в произнош. скифа = ἐλαφρός.