βυρσοποιός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
βυρσοποιόν, tanning hides, Din.Fr.89.19.
Spanish (DGE)
-όν curtidor Din.Fr.23 (p.149).
German (Pape)
[Seite 468] Gerber, Dinarch. bei Poll. 7, 160.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοποιός: -ον, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ’, 160.
Greek Monolingual
βυρσοποιός, ο (Α)
ο βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -ποιός < ποιώ].