δεσποτίδιον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, Dim. of δεσπότης, Aristaenet.1.24.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de δεσπότης amito en sent. erót. ὦ ἐμὸν δ. Aristaenet.1.24.32.
German (Pape)
[Seite 551] τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Ἀρισταίν. 1. 24.
Greek Monolingual
δεσποτίδιον, το (Α)
ο μικρός κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης.