δεσποτίδιον

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποτίδιον Medium diacritics: δεσποτίδιον Low diacritics: δεσποτίδιον Capitals: ΔΕΣΠΟΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: despotídion Transliteration B: despotidion Transliteration C: despotidion Beta Code: despoti/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of δεσπότης, Aristaenet.1.24.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de δεσπότης amito en sent. erót. ὦ ἐμὸν δ. Aristaenet.1.24.32.

German (Pape)

[Seite 551] τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Ἀρισταίν. 1. 24.

Greek Monolingual

δεσποτίδιον, το (Α)
ο μικρός κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης.