παντειδήμων
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
-ονος, ὁ, a know-all, Phld.Vit.p.32 J.
Greek (Liddell-Scott)
παντειδήμων: -ον, γνώστης πάντων, Φιλόδημ. περὶ κακιῶν XVIII, 11, ἔκδ. Sauppe.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + εἰδήμων (πρβλ. πολυειδήμων)].