ἀμφιετίδαι
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
Greek Monolingual
ἀμφιετίδαι, οι (Α) ἀμφιετής
κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Full diacritics: ἀμφιετίδαι | Medium diacritics: ἀμφιετίδαι | Low diacritics: αμφιετίδαι | Capitals: ΑΜΦΙΕΤΙΔΑΙ |
Transliteration A: amphietídai | Transliteration B: amphietidai | Transliteration C: amfietidai | Beta Code: a)mfieti/dai |
οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
ἀμφιετίδαι, οι (Α) ἀμφιετής
κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.