ἔμπαισμα
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
-ατος, τό, embossed work, Eust.883.54 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
incrustación χελωνίδα ἔχουσαν ἐμπαίσματα ἐλεφάντινα ID 1417A.1.103, 1425.2.18 (ambas II a.C.)
•repujado Eust.883.55.
German (Pape)
[Seite 810] τό, das Eingeschlagene, in Metall getriebene Figuren u. Zierrathen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπαισμα: τό, κόσμημα ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν κόσμημα, ἄλεισον … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57.
Greek Monolingual
το (Μ ἔμπαισμα)
μετάλλινο κόσμημα προσαρμοσμένο με σφυρηλάτηση στην επιφάνεια μετάλλινου αγγείου.