ἐγχαρίζομαι
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
= χαρίζομαι, AP9.114 (Parmen., dub.).
Spanish (DGE)
(ἐγχᾰρίζομαι) 1 regalar τέκνῳ ζωήν AP 9.114 (Parmen., cj.).
2 sent. dud., quizá ser grato, ser del agrado en imprecaciones τίς δὲ τούτους ἠδίκησε ἐνκεχαρισμένος ἤτω εἰς αὐτὰ τὰ νέκυεια el que causó agravio a estos despierte el interés de los propios muertos, RECAM 2.362 (imper.), εἰς βασίλισσαν Δήμητρα RECAM 2.129.2, cf. 24 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 712] = simpl., τέκνῳ ζωήν Parm. 8 (IX, 114).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχᾰρίζομαι: ἀποθ. = χαρίζομαι, Ἀνθ. Π. 9. 114· ἀλλ’ ὁ Λ. Δινδόρφ. προτείνει ἓν κεχάριστο ἀντὶ ἐγκεχ-.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχᾰρίζομαι: милостиво давать, даровать (τί τινι Anth.).