πεντώρυγος

From LSJ
Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώρῠγος Medium diacritics: πεντώρυγος Low diacritics: πεντώρυγος Capitals: ΠΕΝΤΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: pentṓrygos Transliteration B: pentōrygos Transliteration C: pentorygos Beta Code: pentw/rugos

English (LSJ)

πεντώρυγον, = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].

Greek Monotonic

πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πεντ-ώρυγος, ον, attic form of πεντόργυιος, Xen.]