ἐλαιοχυτέω
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
anoint with oil, Paul.Aeg.6.74, Sor.2.60.
Spanish (DGE)
untar de aceite τοὺς τόπους Sor.2.1.71, 4.4.148, en v. pas. ἐλαιοχυτούμενον τοῦτο (τὸ στόμα τῆς μήτρας) Paul.Aeg.6.74.2.
German (Pape)
[Seite 789] mit Oel begießen, salben, Paul Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοχυτέω: περιβρέχω δι’ ἐλαίου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 74, ― οὐσιαστ. ἐλαιοχύτησις, ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Erm. σ. 287.