ἐλαιοχυτέω
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
anoint with oil, Paul.Aeg.6.74, Sor.2.60.
Spanish (DGE)
untar de aceite τοὺς τόπους Sor.2.1.71, 4.4.148, en v. pas. ἐλαιοχυτούμενον τοῦτο (τὸ στόμα τῆς μήτρας) Paul.Aeg.6.74.2.
German (Pape)
[Seite 789] mit Oel begießen, salben, Paul Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοχυτέω: περιβρέχω δι’ ἐλαίου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 74, ― οὐσιαστ. ἐλαιοχύτησις, ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Erm. σ. 287.