μισθόδουλος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ὁ, hired slave, Anon.in An.Ox.2.362.
Greek (Liddell-Scott)
μισθόδουλος: ὁ, ὁ μεμισθωμένος δοῦλος, Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 362.
Greek Monolingual
μισθόδουλος, ὁ (Α)
μισθωμένος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. μισόδουλος].