λαβράκτης
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
λαβράκτου, ὁ, = λαβραγόρης, Pratin.Lyr.5.
German (Pape)
[Seite 2] ὁ, = λαβραγόρης, Pratinas bei Ath. XIV, 624 f.
Greek (Liddell-Scott)
λαβράκτης: -ου, ὁ, = λαβραγόρης, Πρατίνας 5.