θαμνοφάγος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating shrubs, S.E.P.1.56.
German (Pape)
[Seite 1186] Gesträuch abfressend, ζῶα Sext. Emp. pyrrh. 1, 56.
Russian (Dvoretsky)
θαμνοφάγος: (ᾰ) питающийся листьями и ветками кустарников (ζῷα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
θαμνοφάγος: ᾰ, ον, τρώγων θάμνους, ζῷα Σέξτ. Ἐμπ. II. 1. 56.
Greek Monolingual
θαμνοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θάμνους («θαμνοφάγα ζῷα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -φαγος < θ. φαγ- (πρβλ. έφαγον) του εσθίω].