καπυριστής
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
καπυριστοῦ, ὁ, debauchee, Str.14.2.26.
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ, der Schwelger, τρυφητῶν ἀνθρώπων καὶ καπυριστῶν Strab. XIV, 661.
Greek Monolingual
καπυριστής, ὁ (Α) καπυρίζω
ασελγής, ακόλαστος («τρυφηλῶν ἀνθρώπων καπυριστῶν», Στράβ.).