ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: πᾰλιμβᾰλής | Medium diacritics: παλιμβαλής | Low diacritics: παλιμβαλής | Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΛΗΣ |
Transliteration A: palimbalḗs | Transliteration B: palimbalēs | Transliteration C: palimvalis | Beta Code: palimbalh/s |
παλιμβαλές, = ὕπτιος, Call.Fr.anon.52.
παλιμβαλής: «ὁ ἀνάταυρα πεσὼν» Φώτ., «ὁ ὕπτιος» προστίθησιν ὁ Σουΐδ.
παλιμβαλής, -ές (Α)
ο ύπτιος, ο πεσμένος ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάλλω].