πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: μελάνσπερμον | Medium diacritics: μελάνσπερμον | Low diacritics: μελάνσπερμον | Capitals: ΜΕΛΑΝΣΠΕΡΜΟΝ |
Transliteration A: melánspermon | Transliteration B: melanspermon | Transliteration C: melanspermon | Beta Code: mela/nspermon |
τό, = μελάνθιον, Dsc.Eup.2.97.
[Seite 120] τό, Schwarzsame, eine Pflanze, = μελάνθιον, Sp.
ου (τό) :
nielle, plante.
Étymologie: μέλας, σπέρμα.
μελάνσπερμον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό μελάνθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σπέρμα.