ἀξινάριον
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀξίνη, J.BJ2.8.7.
Spanish (DGE)
-ου, τό
hacha pequeña ἀ. ... καὶ λευκὴν ἐσθῆτα δόντες I.BI 2.137, Hippol.Haer.9.23.
German (Pape)
[Seite 269] τό, dim. ἀξίνη, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξῑνάριον: τό, ὑποκορ. ἀξίνη, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 8, 8, Πορφ. π. Ἀποχ. 4. 12.