πεδαμείβω
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.
German (Pape)
[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.
Russian (Dvoretsky)
πεδαμείβω: эол. = μεταμείβω.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·
English (Slater)
πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.) exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
Greek Monolingual
Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω.
Greek Monotonic
πεδᾰμείβω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αμείβω.