ἐλευθεροστομία

From LSJ
Revision as of 12:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεροστομία Medium diacritics: ἐλευθεροστομία Low diacritics: ελευθεροστομία Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: eleutherostomía Transliteration B: eleutherostomia Transliteration C: eleftherostomia Beta Code: e)leuqerostomi/a

English (LSJ)

ἡ, freedom of speech, D.H.6.72.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
libertad de palabra, franqueza al hablar ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.El.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.HE 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, Freimüthigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεροστομία: ἡ, τὸ ἐλευθέρως ὁμιλεῖν, παρρησία, Διον. Ἁλ. 6. 72.

Greek Monolingual

η (AM ἐλευθεροστομία)
το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων.