ὑληνόμος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ῡ], ον, = ὑλονόμος, S.E.P.1.56.
German (Pape)
[Seite 1177] = ὑλονόμος, Sext. Emp. pyrrh. 1, 56; vgl. Lob. Phryn. 636.
Russian (Dvoretsky)
ὑληνόμος: Sext. = ὑλονόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑληνόμος: -ον, = ὑλονόμος, Σέξτ. Ἐμπ. περὶ Π. 1. 56· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 636.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ὑλονόμος.