παρώπια
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τά, blinkers, Poll.2.53, 10.54, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παρώπια: τά, τὰ παρὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἵππων καλύμματα, Πολυδ. Β΄, 53, Ι΄, 54, «παρώπια καὶ ἀντήλια τὰ παρὰ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων δερμάτια» Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
οι παρωπίδες του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώπια (< ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα), πρβλ. υπώπια].