θρασυχειρία
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ἡ, boldness of hand, Poll.2.148.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυχειρία: ἡ τόλμη χειρῶν, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
θρασυχειρία, ἡ (Α) θρασύχειρος
μεγάλη δύναμη στα χέρια.