λιθωδία
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ἡ, stone-like hardness, Eust.24.7.
German (Pape)
[Seite 46] ἡ, Steinhärte, Eust. 24, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθωδία: ἡ, σκληρότης ὡς ἡ τοῦ λίθου, Εὐστ. 24. 7.
Greek Monolingual
λιθωδία, ἡ (Α) λιθώδης
σκληρότητα όμοια με της πέτρας.