ἐνορχέομαι
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
= ὀρχέομαι ἐν... Alciphr.3.65.
Spanish (DGE)
bailar en, danzar en c. dat., fig. αὐτὰς ἐνορχεῖσθαι ταῖς παρειαῖς ... τὰς Χάριτας Alciphr.1.11.3, cf. 3.29.3.
German (Pape)
[Seite 850] darin, darauf tanzen, Alciphr. 3, 1. 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορχέομαι: ὀρχέομαι ἔν τινι, καὶ τῷ προσώπῳ αὐτοῦ τὰς Ὥρας ἐνορχεῖσθαι... εἴποις ἂν Ἀλκίφρ. 3. 65.