στομαργία
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ἡ, endless talking, Ph.2.219.
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, = στομαλγία, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
στομαργία: ἡ, ἀτελεύτητος φλυαρία, ἀπεραντολογία, Φίλων 2. 219.