ἀπαίθομαι
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
take fire, Q.S.1.693.
Spanish (DGE)
arder Q.S.1.693.
German (Pape)
[Seite 275] entbrennen, in Feuer gerathen, Qu. Sm. 1, 693 im part. praes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίθομαι: παθ. φλέγομαι, κεραυνοῖς, οἵ οἱ πρόσθε ποδῶν θαμέες ποτόωντο δι’ αἴθρης, δεινὸν ἀπαιθόμενοι Κόϊντ. Σμ. 1. 693.