κατάκλεισις

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλεισις Medium diacritics: κατάκλεισις Low diacritics: κατάκλεισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: katákleisis Transliteration B: katakleisis Transliteration C: katakleisis Beta Code: kata/kleisis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A shutting up, closing, Gal.19.445.
II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.
III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.

Greek Monolingual

κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».