ἀσθενόρριζος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ἀσθενόρριζον, with weak roots, Thphr. CP 4.14.4.
Spanish (DGE)
-ον de raíces débiles πίσος Thphr.CP 4.14.4.
Greek Monolingual
ἀσθενόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.