διαχώρισις
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
-εως, ἡ, separation, Arist.GA723b15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 división ἀπὸ νέου φυτοῦ Arist.GA 723b15, glos. a διάζευξις Hsch., glos. a διάκρισις Sch.Arat.108M., glos. a διαίρεσις Sud.
2 grieta, hendidura glos. a σχισμή Hsch.
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, das Absondern, Arist. gen. anim. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διαχώρισις: -εως, ἡ, χωρισμός, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 18, 26.
Russian (Dvoretsky)
διαχώρῐσις: εως ἡ отделение, обособление (ἀπό τινος Arst.).