ἀγροικώδης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἀγροικῶδες, clownish, rude, Sch.Il.23.476, Aristid. Quint.2.6.
Spanish (DGE)
-ες
grosero, rústico, rudo ἀγροικώδεις ... καὶ ἠλιθίους Aristid.Quint.59.16, λοιδορία Sch.Bek.Il.23.474, τρόπος Sch.Er.Il.23.711-2, βίος Chrys.M.63.464.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροικώδης: -ες, σκαιὸς τοὺς τρόπους, ἀμόρφωτος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 474 Ἀρχ. Μουσ. σ. 67.
German (Pape)
ες, bäurisch, Sp.