χοιρώδης
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
English (LSJ)
χοιρῶδες, swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.
German (Pape)
[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.
Greek Monolingual
-ες /χοιρώδης, -ῶδες, ΝΑ χοῖρος
αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.).