πολύφορτος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορτος Medium diacritics: πολύφορτος Low diacritics: πολύφορτος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: polýphortos Transliteration B: polyphortos Transliteration C: polyfortos Beta Code: polu/fortos

English (LSJ)

[ῠ], ον,
A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1.
2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.

German (Pape)

[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Gegensatz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτοςνηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύφορτος)].