ἐπιτήκω
English (LSJ)
melt upon, pour when melted over a thing, κηρὸν ἐπὶ γράμματα Hdt.7.239; κηρὸν τῷ νεκρῷ Plu.Ages.40.
German (Pape)
[Seite 992] darauf schmelzen, daranlöthen, ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα, er goß Wachs über die Schrift, Her. 7, 239; τῷ νεκρῷ κηρόν Plut. Ages. 40; ἐπιτακήσεται p. bei Plut. non posse 26.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιτήξω, f.2 Pass. ἐπιτακήσομαι;
faire fondre sur, faire couler sur.
Étymologie: ἐπί, τήκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτήκω:
1 (о расплавленном или растопленном), наливать, заливать, (ἐ. κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα Her.; ἐ. κηρὸν τῷ νεκρῷ Plut.);
2 pass. разлагаться, гнить (ἐν χθονί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτήκω: ἐντήκω, τήκω, «λυώνω» τι καὶ ἐπιχέω αὐτὸ ἐπάνω εἴς τι, ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα Ἡρόδ. 7. 239· κηρὸν ἐπιτήξαντες τῷ νεκρῷ Πλουτ. Ἀγησ. 40.
Greek Monolingual
ἐπιτήκω (Α)
λειώνω κάτι και το χύνω πάνω σε κάτι άλλο («ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήκω «λειώνω»].
Greek Monotonic
ἐπιτήκω: μέλ. -ξω, λιώνω πάνω σε, χύνω κάτι που είναι λιωμένο πάνω σε κάτι άλλο, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ξω
to melt upon, pour when melted over a thing, Hdt., Plut.