συνάσκησις

From LSJ
Revision as of 05:40, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebung" to "Übung")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάσκησις Medium diacritics: συνάσκησις Low diacritics: συνάσκησις Capitals: ΣΥΝΑΣΚΗΣΙΣ
Transliteration A: synáskēsis Transliteration B: synaskēsis Transliteration C: synaskisis Beta Code: suna/skhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, training, opp. φύσις, Phld.Rh.1.1, cf. D.H.2.74, S.E.M.7.146, 11.248; military training, Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.Mag.3.33.

German (Pape)

[Seite 1005] ἡ, gemeinschaftliche Übung; Clem. Al.; S. Emp.

Russian (Dvoretsky)

συνάσκησις: εως ἡ упражнение, практика Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συνάσκησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).