ἐμμενετικός

From LSJ
Revision as of 19:14, 17 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμενετικός Medium diacritics: ἐμμενετικός Low diacritics: εμμενετικός Capitals: ΕΜΜΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emmenetikós Transliteration B: emmenetikos Transliteration C: emmenetikos Beta Code: e)mmenetiko/s

English (LSJ)

or ἐμμενητικός, ή, όν, disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις ἐμμενητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. ἐμμενητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενητικός Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ = que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦque se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. ἐμμενητικῶς = con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.

German (Pape)

[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.

Greek Monolingual

ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.