φενακιστής
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
φενακιστοῦ, ὁ, = φέναξ (cheat, quack, impostor), Phld.Piet.27, Sch.Ar.Ach.88.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, = φέναξ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φενᾱκιστής: -οῦ, ὁ, = φέναξ, «φενακιστὴν αὐτὸν κωμῳδεῖ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 88· «ὁ βασιλεὺς φενακιστὴν θέλων αὐτὸν ἐλέγξαι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2105.