τιμωρητής
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
τιμωρητοῦ, ὁ,
1 = τιμωρητήρ (avenger), LXX 2 Ma.4.16.
2 murderer, ὁ εἰρημένος τ. Σενούθης ἀνείλετο αὐτόν PMasp.5.16 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, der Helfer, Beistand, – der Rächer, der Bestrafende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρητής: ὁ, ὁ ἐκδικητής, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 16).