σκίλλα

Revision as of 13:22, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ης, ἡ, squill, Urginea maritima, Thgn.537, Arist.HA556b4, Thphr.HP7.9.4, Theoc.7.107, Dsc.2.171; used in purificatory rites, Hippon.5, Diph.126.3, Thphr.Char.16.14, SIG968vi(Mytil., iii B.C.), D.Chr.48.17.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, die Meerzwiebel, mit länglicher Bolle; Theogn. 537; Luc. Necyom. 7; sonst σχῖνος, Theophr., Diosc.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
scille, oignon marin, plante.
Étymologie: DELG -.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίλλα, -ης, ἡ zee-ui (plant, Urgea maritima).

Russian (Dvoretsky)

σκίλλα: ἡ бот. морской лук Arst., Theocr., Luc.

Spanish

escila, cebolla albarrana

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 80 περίπου είδη που απαντούν σε πολλές εύκρατες περιοχές της Γης
αρχ.
είδος φυτού του γένους σκίλλα, γνωστό με τη λόγια ονομασία Σκίλλα η παράλιος και, σήμερα, ως κρομμυδόσκιλλα, σκιλλοκρομμύδα, ασκίλλα, μπότσικας κ.ά., τους βολβούς του οποίου χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].

Greek Monotonic

σκίλλα: -ης, ἡ, σκιλλοκρέμμυδο, κρεμμύδι της θάλασσας, δηλ. το φυτό σχῖνος, σε Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

σκίλλα: -ης, -ἡ, «σκιλλοκρόμμυδον» ἄλλως σχῖνος, Θέογν. 537, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 4, Θεόκρ. 7. 107· χρῆσις αὐτῆς ἐγίνετο εἰς τελετὰς ἁγνιστικάς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. Χαρακτ. 16, ἔνθα ἴδε Casaub.― Ὑποκορ. σκιλλάριον, τό, Ἀέτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαμμωνία, θανατηφόρος μυῶν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 377.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: squill (Thgn., Hippon., Arist. etc.).
Derivatives: σκιλλ-ίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsc. a. o.), -ινος made of σ. (Dsc. a. o.), -ώδης σ.-like' (Thphr. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained foreign word; to be rejevted Carnoy REGr. 69, 288 and Ant. class. 24, 23. Lat. LW [loanword] scilla. -- The word is prob. Pre-Greek )*skilya?).

Middle Liddell

σκίλλα, ης, ἡ,
a squill, sea-onion, Theogn., Theocr.

Frisk Etymology German

σκίλλα: {skílla}
Grammar: f.
Meaning: Meerzwiebel (Thgn., Hippon., Arist. usw.)
Derivative: mit σκιλλίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsk. u. a.), -ινος ‘aus σ.’ (Dsk. u. a.), -ώδης’σ.-ähnlich’ (Thphr. u. a.).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort; abzulehnen Carnoy REGr. 69, 288 und Ant. class. 24, 23. Lat. LW scilla.
Page 2,731

Léxico de magia

ἡ bot. escila, cebolla albarrana σκίλλαν εἰς ὕδωρ χλιαρὸν βρέξας δὸς αὐτῷ νίψασθαι moja una cebolla en agua caliente y dásela para que se lave P VII 177

Translations

squill

Bulgarian: синчец; Catalan: escil·la; Czech: ladoňka; Finnish: sinililja; French: scille; German: Blaustern; Ancient Greek: σκίλλα, σκιλλοκρόμμυον; Hungarian: csillagvirág; Irish: sciolla; Italian: scilla; Latin: scilla; Polish: cebulica; Portuguese: scilla; Romanian: viorea, scila; Spanish: escila; Swedish: scilla, blåstjärna; Tagalog: esila