εὐθεώρητος

From LSJ
Revision as of 21:50, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθεώρητος Medium diacritics: εὐθεώρητος Low diacritics: ευθεώρητος Capitals: ΕΥΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eutheṓrētos Transliteration B: eutheōrētos Transliteration C: eftheoritos Beta Code: eu)qew/rhtos

English (LSJ)

εὐθεώρητον,
A easily seen or observed, Arist.HA578a20, Theophrastus HP1.1.1 (Comp.); τινι D.S.19.37.
2 easy to perceive, Arist. Rh. 1376b31; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος it is easy to conduct an inquiry about... Id.GA724a17; οὐκ ἔστιν εὐ. ποτέρως… Id.SE180b3; τίνες εἰσὶ καὶ πόσαι… Iamb. Comm.Math.24: c. acc. et inf., Phld.Herc.1251.7.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu sehen, zu beobachten, Arist. H. A. 6, 27 rhet. 1, 15; τινί, D. S. 19, 37; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος, man kann das leicht einsehen, Arist. gen. an. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à percevoir, à connaître ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, θεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθεώρητος:
1 легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;
2 легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεώρητος: -ον, εὐκόλως ὁρώμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 27· τινι, ὑπό τινος, Διόδ. 19. 37. 2) εὐνόητος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 25· εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 32· οὐκ ἔστιν εὐθ. ποτέρως... ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλεγχ. 25. 3.

Greek Monolingual

εὐθεώρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῖς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.)
2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῦτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ].